- μιαιφόνῳ
- μιαίφονοςbloodthirstymasc/fem/neut dat sgμιαιφόνοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιαιφονώ — (Α μιαιφονῶ, έω) [μιαιφόνος] γίνομαι μιαιφόνος* … Dictionary of Greek
μιαιφόνημα — μιαιφόνημα, τὸ (Α) [μιαιφονώ] μιαιφονία* … Dictionary of Greek